συσκευασία

συσκευασία
η
1. τακτοποίηση πραγμάτων σε δέμα ή κιβώτιο για μεταφορά: Η συσκευασία των φρούτων γίνεται σε ειδικά εργοστάσια.
2. φαρμακευτική σύνθεση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συσκευασία — συσκευασίᾱ , συσκευασία packing up fem nom/voc/acc dual συσκευασίᾱ , συσκευασία packing up fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσκευασία — η, ΝΑ [συσκευάζω] νεοελλ. 1. τεχνολ. η τεχνολογία και η μέθοδος κατάλληλης τακτοποίησης ενός αγαθού σε δέμα ή κιβώτιο για μεταφορά, αποθήκευση και πώληση, κν. αμπαλάζ ή αμπαλάρισμα 2. το εξωτερικό περίβλημα ενός τυποποιημένου εμπορεύματος, που… …   Dictionary of Greek

  • συσκευασίαν — συσκευασίᾱν , συσκευασία packing up fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροστεγής — ές 1. χώρος περιορισμένου συνήθως όγκου (δοχείο, φιάλη κ.λπ.), όπου δεν είναι δυνατόν να εισχωρήσει αέρας 2. φρ. «αεροστεγής συσκευασία», ειδική συσκευασία τροφίμων που δεν επιτρέπει την είσοδο τού αέρα με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται η σήψη ή η… …   Dictionary of Greek

  • αμπαλάζ — το 1. συσκευασία σε δέμα ή κιβώτιο 2. υλικό συσκευασίας, περιτύλιγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. emballage «συσκευασία», πρβλ. και αμπαλάρω] …   Dictionary of Greek

  • αλευροβιομηχανία — η βιομηχανία που έχει ως αντικείμενο την αλευροποίηση τών σπόρων σιτηρών, την παραγωγή διαφόρων τύπων αλεύρου καθώς και υποπροϊόντων, τη συσκευασία και εμπορία τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλευρο ή αλεύρι + βιομηχανία] …   Dictionary of Greek

  • αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται …   Dictionary of Greek

  • αμπαλάρισμα — το [αμπαλάρω] συσκευασία σε δέματα ή κιβώτια …   Dictionary of Greek

  • ανασυσκευασία — η η εκ νέου συσκευασία …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”